- ἀηδίας
- ἀηδίᾱς , ἀηδίαnauseousnessfem acc plἀηδίᾱς , ἀηδίαnauseousnessfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άδην — ἅδην και ἄδην επίρρ. (Α) 1. μέχρι κορεσμού, μέχρι αηδίας 2. ασταμάτητα, ατελείωτα 3. ἅλις* 4. φρ. «ἅδην έχω τινός», είμαι χορτασμένος, «μπουχτισμένος» από κάτι, τό έχω βαρεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἅδην ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sᾱ / sə «κόρος, κορεννύω,… … Dictionary of Greek
αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… … Dictionary of Greek
αιβοί — αἰβοῑ (Α) 1. επιφώνημα αηδίας 2. αἰβοιβοῑ, επιφώνημα γέλιου, καγχασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχοποίημένη λ.] … Dictionary of Greek
γλειφτοκουτάλας — ο 1. αυτός που γλείφει τα κουτάλια 2. αυτός που κολακεύει μέχρι αηδίας … Dictionary of Greek
εκπτύω — (AM ἐκπτύω) 1. αποβάλλω φτύνοντας 2. φρ. «ἐκπτύω ὕβρεις» ξεστομίζω άκοσμες βρισιές αρχ. μσν. (για θάλασσα) ξεβράζω αρχ. 1. διαδίδω 2. φτύνω σε έκφραση αηδίας 3. αποστρέφομαι … Dictionary of Greek
εμετός — Ακούσια βίαιη κένωση του περιεχομένου του στομάχου, που περνά από τον οισοφάγο και τη στοματική κοιλότητα και προκαλείται από διάφορες αιτίες. Ο ε. δεν είναι νόσημα αλλά σύμπτωμα συχνό σε ορισμένα νοσήματα που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Ο… … Dictionary of Greek
ιόφ — ἰόφ (Α) επιφώνημα αηδίας, αποστροφής … Dictionary of Greek
κέρατο — το (Μ κέρατον) σκληρή απόφυση που αναπτύσσεται στο κεφάλι πολλών οπληφόρων θηλαστικών και έχει διάφορα σχήματα νεοελλ. 1. μτφ. καθετί που προεξέχει αντιαισθητικά 2. πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση που φέρνει δυσκολίες 3. το φανταστικό σημάδι τών… … Dictionary of Greek
μπουχτίζω — 1. (μτβ.) κάνω κάποιον να χορτάσει από μεγάλη ποσότητα τροφής 2. (αμτβ.) χορταίνω μέχρι αηδίας από μεγάλη ποσότητα φαγητού, καταλαμβάνομαι από κόρο 3. μτφ. αδυνατώ να ανεχθώ περισσότερο κάτι, βαριέμαι («μπούχτισα πια να σέ ακούω»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ναυτία — η (Α ναυτία και ιων. τ. ναυσίη) 1. ζάλη η οποία οφείλεται στον κλυδωνισμό πλοίου 2. μτφ. αηδία, αποστροφή («η φλυαρία του μού προκάλεσε ναυτία».) νεοελλ. ιατρ. αίσθημα δυσφορίας στη στομαχική χώρα που συνδυάζεται με αίσθημα αηδίας για λήψη τροφής … Dictionary of Greek